σύψωμος

σύψωμος
-η, -ο
εργάτης που τρέφεται από δικά του:Τον πήρε σύψωμο στη δουλειά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σύψωμος — Λόγιος από την Κωνσταντινούπολη (18ος 19ος αι.). Έζησε και πέθανε στο Παρίσι. Δεινός ελληνιστής, με εξαιρετική μόρφωση, χρησιμοποιήθηκε από τους Γάλλους εκδότες αρχαίων κειμένων στην αντιγραφή και τη διόρθωση έργων του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα …   Dictionary of Greek

  • σύψωμα — Ν επίρρ. βλ. σύψωμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”